Συνέντευξη του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, στην ΠΡΩΙΝΗ ΖΩΝΗ του Action 24 και στους δημοσιογράφους Γιώργο Κακούση και Άννα Λιβαθυνού.
«Στόχος για το 2025 είναι η ενίσχυση των επιστροφών, με τα αποτελέσματα του Ιανουαρίου να επιβεβαιώνουν ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε ο Υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Νίκος Παναγιωτόπουλος, σε συνέντευξή του στο Action 24 και την εκπομπή ΠΡΩΙΝΗ ΖΩΝΗ.
Μιλώντας στους δημοσιογράφους Γιώργο Κακούση και Άννα Λιβαθυνού το πρωί της Παρασκευής, ο Υπουργός παρουσίασε στοιχεία για τις μεταναστευτικές ροές, σημειώνοντας: «Τον Ιανουάριο καταγράψαμε μείωση των μεταναστευτικών ροών, με την είσοδο μεταναστών να είναι μειωμένη κατά 20% σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024. Πρόκειται για ένα ενθαρρυντικό στοιχείο».
Αναφερόμενος στις αντιδράσεις που προκλήθηκαν σχετικά με ορισμένες μεμονωμένες επιστροφές από τη Γερμανία, διευκρίνισε το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο ενώ απαντώντας σε ερώτηση για τις επικείμενες εκλογές στη Γερμανία, τόνισε: «Το μεταναστευτικό παραμένει κεντρικό ζήτημα στην πολιτική ατζέντα. Η άνοδος της ακροδεξιάς συνιστά απειλή για τα υπόλοιπα κόμματα, τα οποία, στην προσπάθειά τους να την αντιμετωπίσουν, υιοθετούν όλο και πιο σκληρές θέσεις στο μεταναστευτικό».
Ο Υπουργός ανέδειξε επίσης τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την επίτευξη ευρωπαϊκού συντονισμού στις επιστροφές, είτε προς τρίτες χώρες είτε προς χώρες προέλευσης. «Πιστεύω ότι μέσα στη χρονιά θα υπάρξουν εξελίξεις. Το ζήτημα είναι σύνθετο και ακανθώδες. Αναμένουμε να δούμε τι θα γίνει με τον Καγκελάριο την Κυριακή», δήλωσε χαρακτηριστικά.
Απαντώντας σε ερωτήσεις των δημοσιογράφων σχετικά με την τραγωδία των Τεμπών και την πολιτική εκμετάλλευσή της από την Αντιπολίτευση, ο κ. Παναγιωτόπουλος δήλωσε: «Το δηλητήριο, η τοξικότητα και η πόλωση τροφοδοτούν τα άκρα, χωρίς καμία αμφιβολία. Δυστυχώς, αυτό το μάθημα φαίνεται να μην το έχουν κατανοήσει ορισμένα κόμματα στην Ελλάδα, που επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την υπόθεση».
Ακολουθούν τα βασικά σημεία συνέντευξης του Ν. Παναγιωτόπουλου:
Για τις επιστροφές των μεταναστών: «Άσυλο χωρίς επιστροφές δεν νοείται. Είναι κενό γράμμα. Υπάρχουν δύο κατηγορίες: εκείνοι που δικαιούνται άσυλο – όπως ένας πρόσφυγας από εμπόλεμη ζώνη που, έστω και αν εισέλθει παράνομα στην Ελλάδα, υποβάλλει αίτημα ασύλου και του απονέμεται – και εκείνοι των οποίων η αίτηση απορρίπτεται επειδή δεν δικαιούνται να πάρουν άσυλο. Οι τελευταίοι πρέπει να επιστρέφουν στις χώρες τους και αυτές οι επιστροφές πραγματοποιούνται με εντατικούς ρυθμούς. Πέρυσι καταγράφηκαν περίπου 7.000 επιστροφές, ενώ από τις αρχές του τρέχοντος έτους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί περίπου 500, με τη διαδικασία να συνεχίζεται αμείωτα».
Τι προβλέπει το πρόγραμμα των επιστροφών: «Οι επιστροφές είναι είτε εθελούσιες είτε αναγκαστικές, δηλαδή με όρους διοικητικής απέλασης. Υπό την εποπτεία της Ελληνικής Αστυνομίας και της Frontex και με έξοδα της Frontex, που αναλαμβάνει τη μεταφορά, με αεροπορικά μέσα κυρίως, συντεταγμένα, όπως ορίζουν οι διατάξεις, με συνοδεία και με συναίνεση του κράτους προέλευσης. Ο στόχος για το 2025, είναι να αυξήσουμε τις επιστροφές και ο ρυθμός που πιάσαμε τον Ιανουάριο συνηγορεί ότι θα το καταφέρουμε.»
Για τις δομές: «Αυτή τη στιγμή, ο αριθμός των φιλοξενούμενων ανέρχεται σε 26.000, όταν πριν από δύο μήνες ήταν 28.000 και είχαν αγγίξει και τις 30.000. Καταβάλλουμε προσπάθειες για την αποσυμφόρηση του συστήματος, ιδιαίτερα όταν η πίεση εκδηλώνεται στα νησιά. Οι αρμόδιοι του Υπουργείου εργάζονται για τη μετακίνηση ατόμων από τα νησιά προς τις δομές της ενδοχώρας, είτε για να μεταφερθούν στα ΠΡΟΚΕΚΑ – εν αναμονή επιστροφής – είτε για να ενταχθούν στο σύστημα φιλοξενίας με στόχο την περαιτέρω μετακίνησή τους προς τη Δυτική Ευρώπη. Η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πάντα αντιμετώπιζε πίεση, όμως αντέχει γιατί έχουμε οικοδομήσει ένα σύστημα που αντέχει».
Για τις μεταναστευτικές ροές: «Τον Ιανουάριο σημειώθηκε μείωση των μεταναστευτικών ροών, με την είσοδο μεταναστών να είναι κατά 20% χαμηλότερη σε σύγκριση με τον Ιανουάριο του 2024, γεγονός που είναι ενθαρρυντικό. Ωστόσο, τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται αυξημένη πίεση στο Βόρειο Αιγαίο, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα κυκλώματα παράνομης διακίνησης εξακολουθούν να λειτουργούν. Οι διακινητές, ως εγκληματικές οργανώσεις, βρίσκουν διαρκώς τρόπους να συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους. Πρόκειται για αδίστακτους ανθρώπους που δεν διστάζουν να θέσουν ζωές σε κίνδυνο».
Για τις επιστροφές από τη Γερμανία: «Η πραγματοποίηση αυτής της εντός εισαγωγικών “απειλής” επιστροφής στη χώρα εισόδου – δηλαδή στην Ελλάδα – όσων δεν δικαιούνται να παραμείνουν, είτε πρόκειται για απορριφθέντες αιτούντες άσυλο είτε για δικαιούχους που έχουν υπερβεί το χρονικό όριο των 120 ημερών εντός της ζώνης Σένγκεν, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, δεν είναι εύκολη στην πράξη. Το βασικό εμπόδιο είναι η δυσκολία εντοπισμού αυτών των ατόμων. Το μεταναστευτικό ζήτημα παραμένει στην κορυφή της προεκλογικής ατζέντας, η οποία χαρακτηρίζεται από εντάσεις, ιδιαίτερα ενόψει των εκλογών της Κυριακής. Η άνοδος της ακροδεξιάς συνιστά απειλή για τα υπόλοιπα κόμματα, τα οποία, στην προσπάθειά τους να την αντιμετωπίσουν, υιοθετούν σκληρές θέσεις στο μεταναστευτικό με συνθήματα όπως “να τους επιστρέψουμε όλους” ή “δεν μας νοιάζει”. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των απόψεων δεν είναι τόσο απλή. Έχουμε ήδη εντοπίσει το πρόβλημα, το έχουμε συζητήσει με τις γερμανικές αρχές και υπάρχει κατανόηση. Εμείς προτείνουμε έναν ευρωπαϊκό συντονισμό για τις επιστροφές, είτε προς τρίτες χώρες είτε προς χώρες προέλευσης, αξιοποιώντας τη διαπραγματευτική ισχύ της Ευρώπης. Πιστεύω ότι θα υπάρξουν εξελίξεις μέσα στη χρονιά. Το ζήτημα είναι σύνθετο και ακανθώδες και θα δούμε τι θα γίνει με τον Καγκελάριο την Κυριακή».
Για το πολιτικό κλίμα: «Έχει χυθεί υπερβολικά πολύ δηλητήριο γύρω από αυτή την υπόθεση. Φυσικά, εξαιρώ από αυτή την εξίσωση τους χαροκαμένους γονείς που πενθούν τα παιδιά τους και ζητούν δικαίωση – η στάση τους είναι απολύτως σεβαστή. Ωστόσο, σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων, η κατάσταση έχει ξεφύγει. Κάθε μέρα στη Βουλή είναι μια λασπομαχία και αναρωτιέμαι πού τίθεται το όριο. Αναζητώ ποιο κόμμα της αντιπολίτευσης έχει τηρήσει μια πιο μετρημένη στάση, αλλά, ειλικρινά, δεν βρίσκω. Αυτό που παρατηρώ είναι μια συστηματική προσπάθεια κατασυκοφάντησης των πάντων όσων έχουν να κάνουν με την κυβέρνηση. Δεν ξέρω αν πρόκειται για οργανωμένη απόπειρα αποσταθεροποίησης ή για μια αλληλουχία λαθών, αλλά είναι βέβαιο πως αυτή η τοξικότητα βλάπτει τη χώρα. Η υπόθεση θα διαλευκανθεί. Και όσοι έχουν ευθύνες θα τις αναλάβουν, από τις διαδικασίες που πρέπει, από τα αρμόδια όργανα που πρέπει να αποφανθούν. Αλλά από κει και πέρα, το να συνδέουμε συμβόλαια θανάτου με την Κυβέρνηση και να ακούγονται αυτά τα πράγματα από το στόμα πολιτικών αρχηγών, όχι κάποιων τρολ του Διαδικτύου, είναι ανήκουστο».
Για τις δημοσκοπήσεις: «Το δηλητήριο, η τοξικότητα και η πόλωση τροφοδοτούν τα άκρα – σε αυτό δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Δυστυχώς, ορισμένα κόμματα στην Ελλάδα δεν έχουν αντιληφθεί αυτό το μάθημα και προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την υπόθεση με τρόπο ωμό και στυγνό, που ουδεμία σχέση έχει με την αναζήτηση της αλήθειας. Βεβαίως, η αλήθεια πρέπει να αποκαλυφθεί – η κοινωνία το απαιτεί και το ζητά. Ωστόσο, οι ίδιες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα έχει εργαλειοποιηθεί και χρησιμοποιείται για πολιτική εκμετάλλευση. Και αυτό είναι, πραγματικά, πολύ λυπηρό.»